- σιβαθήριο
- το, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών μηρυκαστικών και τού οποίου λείψανα ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις τού κατώτερου πλειοκαίνου στο Σιβάλικ τής Ινδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sivatherium < Σίβα «ινδική θεότητα» + θηρίο].
Dictionary of Greek. 2013.